ταλάντωσις

ταλάντωσις
(-εως) η см. ταλάντευση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ταλάντωσις" в других словарях:

  • ταλάντωσις — weighing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαντώσει — ταλάντωσις weighing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ταλαντώσεϊ , ταλάντωσις weighing fem dat sg (epic) ταλάντωσις weighing fem dat sg (attic ionic) ταλαντόομαι to be balanced fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάντωσιν — ταλάντωσις weighing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάντωση — η / ταλάντωσις, ώσεως, ΝΑ [ταλαντῶ, ώνω] ταλάντευση νεοελλ. 1. φυσ. α) (μηχαν.) κίνηση που εκτελεί ένα ελαστικό υλικό, όταν εκτρέπεται από την κατάσταση ισορροπίας του β) (ηλεκτρ. ηλεκτρον.) διαδοχή ηλεκτρικών ρευμάτων φόρτισης εκφόρτισης, η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»